Γράφει ο Νίκος Ράπτης
«Knowledge is a deadly friend / When no one sets the rules»
King Crimson, «Epitaph»
Όπως γράφει στην «Ουάσινγκτον ποστ» ο Τζόναθαν Γιάρντλεϊ (Jonathan Yardley) παρουσιάζοντας το βιβλίο του Χιου Τόμας (Hugh
Thomas) με τίτλο «η χρυσή αυτοκρατορία: η Ισπανία, ο Κάρολος ο Ε' και η δημιουργία της Αμερικής», «οι "κονκισταδόρες" έφτασαν στο Νέο Κόσμο με σκοπό όχι να τον βελτιώσουν ή να τον τακτοποιήσουν, αλλά να το λεηλατήσουν». Αυτό δεν πιστοποιεί την «ανικανότητά» τους, αλλά το πώς αντιλαμβάνονταν τον κόσμο -και πάντως το κομμάτι που είχαν καταχτήσει. Οι «κονκισταδόρες» δεν έδιναν δυάρα για τις νεοαποκτηθείσες κτήσεις του ισπανικού στέμματος, και δεν μπορούσαν να αδιαφορούν περισσότερο για τον πολιτισμό των ιθαγενών που τους εξολόθρευσαν, τους υποδούλωσαν και τους εξανδραπόδισαν με συνέπεια, συνέχεια και τη χαρακτηριστική απουσία κόρου που συχνά συνοδεύει τις πραγματικά σπουδαίες αιματοχυσίες.
Θα ήταν επίσης πολύ παρακινδυνευμένο να τους χαρακτηρίσει κανείς «απολίτιστους». Στο ίδιο βιβλίο εκτίθεται με ενάργεια πως οι «κονκισταδόρες» ήταν άνθρωποι δραστήριοι, οργανωτικοί, αποφασιστικοί, με ξεκάθαρους στόχους και αψύ ρεαλισμό, που δεν τον σκίαζαν ανούσιοι συναισθηματισμοί και περιττή μεταφυσική: με άλλα λόγια ταίριαζαν απόλυτα στο πρότυπο του σημερινού «πετυχημένου» ανθρώπου, όπως τον περιγράφουν από τα MBA ως τα ιλουστρασιόν ανδρικά περιοδικά.
Από μια άποψη, ολόκληρη η ανθρωπότητα κυριαρχείται πια σήμερα από «κονκισταδόρες»: προκειμένου να αποκτήσουμε λεφτά, «το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όνειρα», καταστρέφουμε κι εμείς, τον ίδιο τον πλανήτη μας, με την ίδια χαρωπή συνέπεια και συνέχεια που χαρακτήριζε τους γενοκτονικούς άθλους των Ισπανών προκατόχων μας του 16ου αιώνα.
Όχι μόνο είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι πως είναι εντελώς λογικό να κοστολογούμε την ίδια τη Γη, αλλά βιαζόμαστε να της βρούμε αγοραστή!
Τα τελευταία σαράντα χρόνια, σε αυτή τη γωνίτσα του κόσμου (όπου σήμερα το λεγόμενο κράτος της Ελλάδας) αναδύθηκε, σαν το μυθικό Φοίνικα, από τις στάχτες μιας μάλλον οπερετικής και αμήχανης στρατιωτικής δικτατορίας, μια λαμπρή γενιά «κονκισταδόρες», που κυριάρχησε στη μεταπολιτευτική οικονομία, κοινωνία, πολιτική και ιδεολογία και ξεπάστρεψε αυτή τη χώρα με την μεθοδικότητα, την οργανωτικότητα και την αποτελεσματικότητα που είχε γνωρίσει άλλοτε η μετακολομβιανή Αμερική.
Η «μεταπολίτευση» σάρωσε μέσα σε μια γενιά τις προϋποθέσεις αναπαραγωγής ενός σύγχρονου, δημοκρατικού και βιώσιμου κράτους-έθνους στον ελλαδικό χώρο. Χρειάστηκε το 1/10 του χρόνου που χρειάστηκαν όλοι οι μονάρχες, οι δικτατορίες και οι κατακτητές που κατά καιρούς κατήγγειλε για να προκαλέσει στη χώρα δεκαπλάσια ζημιά.
Ενώ το έκανε αυτό μάλιστα, η «γενιά της μεταπολίτευσης» καμάρωνε κιόλας, πως συνεισέφερε καταλυτικά στον εξευρωπαϊσμό της χώρας, τον εκδημοκρατισμό της, τον εκσυγχρονισμό, την εκκοσμίκευση, το διαφωτισμό της κ.ο.κ. Και είχε δίκιο: διότι ο τύπος του μεταπολιτευτικού ανθρώπου μόνο ξένος δεν είναι στο μοντερνισμό, το φιλελευθερισμό και τα καθέκαστα. Ίσα-ίσα, πρόκειται για την ελληνική εκδοχή του ανθρωπολογικού τύπου που κυριαρχεί σταδιακά στο πολιτικό, κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό προσκήνιο, απ' άκρου εις άκρον του παγκοσμιοποιημένου μας κόσμου: από τους τραπεζικούς καθεδρικούς ναούς των αμερικανικώνdowntown, ως τις μεγαλοπρεπείς αίθουσες των συνεδρίων του ΚΚ Κίνας και από τα στούντιο των δορυφορικών ειδησεογραφικών διαύλων των κρατιδίων του Κόλπου, ως τα προσεκτικά χορταριασμένα ευρωπαϊκά πανεπιστημιακά κάμπους.
Είναι ο τύπος του αυτόνομου ανθρώπου, του αποκομμένου από τους άλλους κι από το χρόνο.Στο κοσμοείδωλό του κυριαρχεί μια γιγάντια μορφή του εαυτού του που δρασκελίζει με γιγάντια άλματα τον κόσμο, με τους άλλους να μην είναι παρά ανύπαρκτες σκιές, μυρμήγκια προς λιώσιμο ή ορεκτικοί «σοκολατάνθρωποι», προς βρώση και συμμόρφωση.
Το «να περνάμε καλά» είναι η πολεμική μας ιαχή· οι «εμπειρίες» το ιερό μας γκράαλ· ναρκωτικό μας η δραστηριότητα, προκειμένου να φορτώσουμε με νέα αποκτήματα την οικονομική, επαγγελματική, σεξουαλική μας τροπαιοθήκη.
Κι όλα αυτά γίνονται σε ένα και μόνο χρόνο, σε ένα αέναο παρόν. Διότι αν λατρεύει κάτι ο μοντέρνος άνθρωπος, αν έχει υποκλιθεί και υποδουλωθεί σε κάτι πρόθυμα, αν υπάρχει ένας βωμός στον οποίο σπεύδει ευχαρίστως να θυσιάσει τα πάντα, και πρωτίστως τον εαυτό του, αυτός δεν είναι άλλος από την παντοκρατορία του θανάτου. Τίποτα δεν τον σκανδαλίζει περισσότερο από την ιδέα της αθανασίας· τίποτα δε θεωρεί πιο πραγματικό από την ανυπαρξία. Ο θάνατος είναι ο μόνος θεός του, για τον οποίο εξάλλου, όπως σε κάθε ευσεβιστική κοινότητα, σπανίως γίνεται λόγος. Η αποθέωση του εαυτού προϋποθέτει την παντοδυναμία του μηδέν.
Με το μέλλον να καταλήγει στη χοάνη του θανάτου και το παρελθόν να καταποντίζεται στην άβυσσο του σχετικισμού, το μόνο που παραμένει διαθέσιμο είναι το παρόν. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν είναι παρά ένα πελώριο πεινασμένο στόμα, υποχρεωμένο και αποφασισμένο να ροκανίσει όσο περισσότερο παρόν καταφέρει.
Είναι προφανές και προδιαγεγραμμένο πού καταλήγει αυτή η πορεία: στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική αυτοχειρία· στην κατάρρευση· στην εκμηδένιση. Όπως στα κινούμενα σχέδια, το φίδι θα συνεχίσει να καταπίνει την ουρά του μέχρι τέλους, ως ότου εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω του τον κρότο μιας φούσκας που σκάζει.
Γιατί τώρα αυτή η συλλογική καθοδική πορεία θα εξαφανίσει εκ των πρώτων την Ελλάδα; Νομίζω πως πέσαμε θύμα μιας βασικής ανισορροπίας: αλλού ο καλπάζων σήμερα μηδενισμός συνυπήρχε επί αιώνες με μια πανίσχυρη μεταχριστιανική θεολογία, όπου την αρετή την είχε υποκαταστήσει η προσπάθεια, τη φιλανθρωπία ο πλουτισμός, την αγάπη τα δικαιώματα, την ανθρωπότητα το έθνος, τη θέωση η επιστήμη, τη μετά θάνατο ζωή η ιστορία κ.ο.κ. Στην Ελλάδα, το μόνο ανάλογο υπήρξε η «μεγάλη ιδέα», που το κενό της κατάρρευσής της δεν μπόρεσε να καλύψει ούτε ο κοραϊκός συγχρονισμός, ούτε ο αριστερίζων λαϊκισμός, ούτε οι άτοπες κατά καιρούς εθνικιστικές συσπάσεις. Όλα αυτά διαλύθηκαν στη χοάνη του μηδενισμού, ιδίως όταν, μετά το 1974, εξέλιπε κάθε (αδύναμο εξάλλου στην Ελλάδα, ούτως ή άλλως) συντηρητικό αντιστάθμισμα, που επιβραδύνει αλλού κάπως την κατάρρευση.
Το μόνο που μας απομένει πλέον είναι να τη ζήσουμε την κατρακύλα αυτή, με τη μορφή διαδοχικών κρίσεων: στην οικονομία πρώτα, που είναι και η ελαφρύτερη μορφή, με χρεοκοπία ή και χωρίς αυτή, στη δημογραφία στη συνέχεια, όπου από το 2040 η «γήρανση» θα μετατραπεί σε καθαρή απώλεια γηγενούς πληθυσμού, με ρυθμό 1 εκατομμύριο τη δεκαετία, στο περιβάλλον παράλληλα, καθώς ο πλανήτης (και η χώρα μας) θα σαρώνεται από την κλιματική αλλαγή και τα συμπαρομαρτούντα, με ερημοποίηση, άνοδο της στάθμης της θάλασσας, ριζικές ανατροπές στην οικολογία της χώρας, ερημοποίηση, λειψυδρία κ.λπ.
Η Ελλάδα κατάφερε να είναι, σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα, το πιο ευάλωτο μέλος-του ευρωπαϊκού «αδύναμου κρίκου»-της καταρρέουσας δύσης-της παραπαίουσας ανθρωπότητας! Κάθε σκέψη για ανάκαμψη είναι απλά αστεία.
Το μόνο πολιτικό διακύβευμα που μας απέμεινε στη σημερινή Ελλάδα είναι αυτό που συναντούμε στους νοσοκομειακούς θαλάμους όπου καταλήγουν εντέλει οι ανίατες περιπτώσεις: στο πώς θα καταλήξει ο ασθενής όσο πιο «ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά». Κι αυτό δεν είναι αμελητέο: ούτε σε ανθρώπινο επίπεδο, καθώς η κατάρρευση, που από δεκαετίες ξεκίνησε και θα συνεχίζεται επί δεκαετίες, αποτελεί το μόνο διαθέσιμο φόντο για εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές. Αλλά ούτε σε ανθρωπολογικό, μια που είναι σημαντικό να διασωθεί αυτό που υποτίθεται πως εγκιβώτιζε το νεοελληνικό κράτος, το πνευματικό δηλαδή, ηθικό και πολιτιστικό φορτίο της ελληνικής γλώσσας, που θα εξακολουθήσει να είναι πολύτιμο και μετά το διαφωτισμό, όπως ήταν και πριν από αυτόν.
Όπως το πνεύμα των Αζτέκων και των Ίνκας κατάφερε να στοιχειώσει την ερημιά που άφησαν πίσω τους οι «κονκισταδόρες» σε βαθμό να τη γονιμοποιήσει εντέλει και να δοθεί ζωή στο υβρίδιο που αποκαλούμε σήμερα λατινική Αμερική, έτσι και το πνεύμα της ελληνικότητας ίσως να κατορθώσει κάπως να αποτυπωθεί στο μεθελληνικό μέλλον αυτής της χερσονήσου και στο μεταδιαφωτιστικό μέλλον της ανθρωπότητας. Να ό,τι περισσότερο μπορούμε να ελπίζουμε. Κι αυτό δεν είναι κυνισμός, αλλά αυτογνωσία.
Ο Νίκος Ράπτης είναι εκπαιδευτικός |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου