του Διαμαντή Καρασούλα
Ήταν Νοέμβριος του 1981, ο πρώτος μήνας της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, όταν θεσπίστηκε με το προεδρικό διάταγμα 297/1982 (που ακολούθησε) το μονοτονικό σύστημα ορθογραφίας, τόσο στη διοίκηση όσο και στην Εκπαίδευση. Μια τόσο σημαντική ιστορική αλλαγή στον μεγαλύτερο εθνικό μας πλούτο που είναι η Γλώσσα, πέρασε στη Βουλή δυο μήνες αργότερα (11/1/’82), σε μια μεταμεσονύκτια τροπολογία σε ένα άσχετο νομοσχέδιο, με την ψήφο μόνο τριάντα βουλευτών. Η ΝΔ αποχώρησε διαμαρτυρόμενη από τη Βουλή αλλά αρνήθηκε να δώσει την μάχη για να εμποδίσει το έγκλημα κατά της γλώσσας ενώ δεν υπήρξε καμία διαμαρτυρία από τον πνευματικό κόσμο της Χώρας, από την Ακαδημία Αθηνών, από τα Πανεπιστήμια, από την ΟΛΜΕ, ούτε καν από την Εκκλησία.
Εν ονόματι της ιδεολογίας της «ευκολίας» συνετελέσθη το ιστορικό αλλά και διαρκές έγκλημα κατά της ελληνικής γλώσσας, με την κατάργηση της σημειογραφίας που συνέδεε την αρχαιοελληνική φωνητική «προσωδία» με τη γραπτή αποτύπωσή της. Η ελληνική γλώσσα έχασε την ψυχή της, την μουσική της, την ομορφιά της αλλά και και τις μοναδικές της δυνατότητες. Ήταν το πρώτο βήμα προς την φωνητική γραφή, προς την «λατινοποίηση» της ελληνικής γλώσσας και την απάλειψη της ορθογραφίας σύμφωνα με το κυρίαρχο πνεύμα που την θέλει ένα απλό μέσο συνεννόησης των ανθρώπων απαλλαγμένη από κάθε πνευματικό, ιστορικό και άλλο φορτίο. Ο κορυφαίος Οδυσσέας Ελύτης έγραφε για το πολυτονικό: «κάθε ύψιλον, κάθε οξεία, κάθε υπογεγραμμένη, δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί αμπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών…».
Απ τους λίγους πνευματικούς ανθρώπους που εξέφρασαν την διαφωνία τους για την κακοποίηση της γλώσσας ήταν τότε και ο ποιητής και πεζογράφος Νικηφόρος Βρεττάκος: «Υπερτιμήθηκε η άποψη ότι διευκολύνει τους μαθητές, κάτι που, ίσως, είναι αντιπαιδαγωγικό. Υπάρχει άλλωστε και μια παράδοση που εκφράζει την άποψη μεγάλων παιδαγωγών, οι οποίοι επιμένουν ότι το παιδί πρέπει να κοπιάζει για να γίνει άνθρωπος ικανός, ώστε στην ζωή του ν” αντιμετωπίσει όλες τις αντιξοότητες. Υποστηρίχτηκε, επίσης, υπέρ τού μονοτονικού και η άποψη ότι διευκολύνονται οι τυπογράφοι και οι στοιχειοθέτες, γενικά και ότι οι εκδόσεις, πάλι γενικά, γίνονται οικονομικότερες».
Μοιραία οι νέες γενιές απομακρύνονται από την γλώσσα, ξεχνούν ή δεν μαθαίνουν ποτέ την ορθογραφία της και την παρακάμπτουν. Θα ήταν τολμηρό να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η απαξίωση της γλώσσας θα οδηγήσει κάποτε σε μια νέα 11η Ιανουαρίου όπως αυτήν του ’82 όπου μια άλλη τροπολογία θα επιβάλλει στους Έλληνες το λατινικό αλφάβητο, όπως έχουν «προφητεύσει» διάφοροι θιασώτες του εθνομηδενισμού από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα;
Ήταν Νοέμβριος του 1981, ο πρώτος μήνας της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου, όταν θεσπίστηκε με το προεδρικό διάταγμα 297/1982 (που ακολούθησε) το μονοτονικό σύστημα ορθογραφίας, τόσο στη διοίκηση όσο και στην Εκπαίδευση. Μια τόσο σημαντική ιστορική αλλαγή στον μεγαλύτερο εθνικό μας πλούτο που είναι η Γλώσσα, πέρασε στη Βουλή δυο μήνες αργότερα (11/1/’82), σε μια μεταμεσονύκτια τροπολογία σε ένα άσχετο νομοσχέδιο, με την ψήφο μόνο τριάντα βουλευτών. Η ΝΔ αποχώρησε διαμαρτυρόμενη από τη Βουλή αλλά αρνήθηκε να δώσει την μάχη για να εμποδίσει το έγκλημα κατά της γλώσσας ενώ δεν υπήρξε καμία διαμαρτυρία από τον πνευματικό κόσμο της Χώρας, από την Ακαδημία Αθηνών, από τα Πανεπιστήμια, από την ΟΛΜΕ, ούτε καν από την Εκκλησία.
Εν ονόματι της ιδεολογίας της «ευκολίας» συνετελέσθη το ιστορικό αλλά και διαρκές έγκλημα κατά της ελληνικής γλώσσας, με την κατάργηση της σημειογραφίας που συνέδεε την αρχαιοελληνική φωνητική «προσωδία» με τη γραπτή αποτύπωσή της. Η ελληνική γλώσσα έχασε την ψυχή της, την μουσική της, την ομορφιά της αλλά και και τις μοναδικές της δυνατότητες. Ήταν το πρώτο βήμα προς την φωνητική γραφή, προς την «λατινοποίηση» της ελληνικής γλώσσας και την απάλειψη της ορθογραφίας σύμφωνα με το κυρίαρχο πνεύμα που την θέλει ένα απλό μέσο συνεννόησης των ανθρώπων απαλλαγμένη από κάθε πνευματικό, ιστορικό και άλλο φορτίο. Ο κορυφαίος Οδυσσέας Ελύτης έγραφε για το πολυτονικό: «κάθε ύψιλον, κάθε οξεία, κάθε υπογεγραμμένη, δεν είναι παρά ένας κολπίσκος, μια κατωφέρεια, μια κάθετη βράχου πάνω σε καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί αμπελώνες, υπέρθυρα εκκλησιών…».
Απ τους λίγους πνευματικούς ανθρώπους που εξέφρασαν την διαφωνία τους για την κακοποίηση της γλώσσας ήταν τότε και ο ποιητής και πεζογράφος Νικηφόρος Βρεττάκος: «Υπερτιμήθηκε η άποψη ότι διευκολύνει τους μαθητές, κάτι που, ίσως, είναι αντιπαιδαγωγικό. Υπάρχει άλλωστε και μια παράδοση που εκφράζει την άποψη μεγάλων παιδαγωγών, οι οποίοι επιμένουν ότι το παιδί πρέπει να κοπιάζει για να γίνει άνθρωπος ικανός, ώστε στην ζωή του ν” αντιμετωπίσει όλες τις αντιξοότητες. Υποστηρίχτηκε, επίσης, υπέρ τού μονοτονικού και η άποψη ότι διευκολύνονται οι τυπογράφοι και οι στοιχειοθέτες, γενικά και ότι οι εκδόσεις, πάλι γενικά, γίνονται οικονομικότερες».
Πολύ πιο αιχμηρός υπήρξε ο ανεπανάληπτος ηθοποιός και άνθρωπος του πνεύματος Δημήτρης Χόρν: «Ύβρις και τίποτε άλλο χαρακτηρίζει την παρούσα κατάσταση. Ύβρις και, δυστυχώς, τής ύβρεως, πάντοτε έπεται η Νέμεσις. Τώρα βέβαια μιλάμε περί πολιτιστικού κόσμου, περί πολιτιστικών εκδηλώσεων. Τι θα πει πολιτιστικό; Παίζουμε με τις λέξεις. Λέμε λέξεις. Και βεβαίως πίσω απ” αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά ένας μοναδικός σκοπός: Η ερείπωση τής γλώσσας, η κατάργηση των εννοιών, ώστε οι άνθρωποι ούτε να συνεννοούνται, ούτε να μπορούν να σκέφτονται. Γιατί μόνον έτσι θα μπορούν ορισμένοι να κάνουν την δουλειά τους: Να θάψουν τον τόπο. (…) Είμαι Έλληνας, γι” αυτό πονώ και υποφέρω για ό,τι βλέπω μπροστά μου. Για ό,τι αισθάνομαι να έρχεται».
Το ίδιο αυτό πνεύμα της ανήθικης χρησιμοθηρίας που διαπερνά κάθετα την σύγχρονη κοινωνία των νεοελλήνων, επιτάσσει την ανοχή αν όχι και τον σεβασμό(!) στα σημερινά «greeklish», την γραφή δηλαδή με αγγλικούς χαρακτήρες, η οποία χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους νέους στα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας αλλά τείνει να μεταφερθεί και έξω από αυτά. Η συνεχής χρησιμοποίηση τους στο διαδίκτυο και στα γραπτά μηνύματα έχει επηρεάσει σημαντικά την ορθογραφία, την στίξη και τον τονισμό, ενώ αρκετά συχνά χρησιμοποιούνται λατινικές βραχυγραφίες.
Μοιραία οι νέες γενιές απομακρύνονται από την γλώσσα, ξεχνούν ή δεν μαθαίνουν ποτέ την ορθογραφία της και την παρακάμπτουν. Θα ήταν τολμηρό να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η απαξίωση της γλώσσας θα οδηγήσει κάποτε σε μια νέα 11η Ιανουαρίου όπως αυτήν του ’82 όπου μια άλλη τροπολογία θα επιβάλλει στους Έλληνες το λατινικό αλφάβητο, όπως έχουν «προφητεύσει» διάφοροι θιασώτες του εθνομηδενισμού από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου